- στοματολαλία
- στοματολαλιά η гнусавость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοματολαλία — και στοματολαλιά, η, Ν ιατρ. τύπος ομιλίας κατά την οποία η αντήχηση από τη μύτη είναι ελαττωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stomatolalie (< στόμα, ατoς + λαλιά)] … Dictionary of Greek